κτησείδιον

κτησείδιον
κτησ-είδιον, τό, Dim. of κτῆσις, Arr.Epict.1.1.10;
A v.l. for συγκτησείδιον in Jul.Ep.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κτησείδιον — κτησείδιον, τὸ (AM, Α και κτησίδιον) μικρή ιδιοκτησία, μικρό κτήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτησε ίδιον < κτῆσις, εως + υποκορ. κατάλ. ίδιον] …   Dictionary of Greek

  • κτησείδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτησειδίου — κτησείδιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτησειδίῳ — κτησείδιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”